- αἱματοδεκτικός
- αἱμᾰτο-δεκτικός, ή, όν, = sq., ἀγγεῖον Sch.Ar.Th.754.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιματοδεκτικός — ή, όν (Μ) αιματοδόχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + δέχομαι] … Dictionary of Greek
αἱματοδεκτικόν — αἱματοδεκτικός masc acc sg αἱματοδεκτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοδεκτικός — ή, όν, Α ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός] … Dictionary of Greek